-
1 συμ-παίζω
συμ-παίζω (s. παίζω), mit, zugleich, zusammen spielen; οἷς πλεῖστα συμπαίζει Βάκχος, Soph. O. R. 1109; μετ' ἀλλήλων, Plut. Lyc. 16; dor. συμπαῖσδεν, Theocr. 11, 77; auch trans., Μοῠσα μετ' ἐμοῠ ξύμπαιζε τὴν ἑορτήν, mitfeiern, Ar. Pax 816.
-
2 συμπαίζω
συμ-παίζω, mit, zugleich, zusammen spielen; trans., Μοῠσα μετ' ἐμοῠ ξύμπαιζε τὴν ἑορτήν, mitfeiern
См. также в других словарях:
συμπαίζω — ΝΑ [παίζω] μετέχω σε παιχνίδι μαζί με άλλον («Μοῡσα θεὰ μετ ἐμοῡ ξύμπαιζε τὴν ἑορτήν», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek